Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

με ανεμιστήρα

См. также в других словарях:

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • αερόθερμο — το τεχνολ. αυτόνομη συσκευή θερμάνσεως αέρα, που περιλαμβάνει διάταξη παραγωγής θερμότητας και ανεμιστήρα έτσι, ώστε ο θερμός αέρας να διοχετεύεται στον χώρο που θέλουμε να θερμανθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, έρος + θερμός, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • αερόψυκτος — η, ο τεχνολ. όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει συσκευές, όργανα ή άλλες διατάξεις, όπως κινητήρες εσωτερικής καύσεως, ηλεκτρονικές λυχνίες ή διατάξεις μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, στις οποίες η απαγωγή τής θερμότητας για την αποφυγή… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • κλιματισμός — Σύνολο λειτουργιών χάρη στις οποίες διατηρούνται, σε έναν ή περισσότερους χώρους, καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και καθαρότητας του αέρα, εξασφαλίζονται ανετότερες συνθήκες ζωής και εργασίας ή εκπληρώνονται ιδιαίτερες απαιτήσεις… …   Dictionary of Greek

  • μπαούλο — το 1. ξύλινο ή μεταλλικό κιβώτιο που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη κυρίως ενδυμάτων αλλά και, γενικά, οικιακών σκευών, σεντούκι, κασέλα 2. μτφ. (για πρόσωπα) α) υπερβολικά παχύς («από το πολύ φαΐ έγινε μπαούλο») β) ανόητος άνθρωπος, κούτσουρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»